- τηλεπάθεια
- ηη μεταβίβαση σκέψης από άτομο σε άτομο χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεπαθητικός — ή, ό, Ν (παραψυχολ.) 1. ο σχετικός με την τηλεπάθεια 2. ως ουσ. αυτός που έχει ικανότητες τηλεπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεπάθεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
τηλεψυχία — η, Ν η τηλεπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telepsychie < τηλ(ε) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή)] … Dictionary of Greek
αποκρυφισμός — αποκρυφισμός, ο και αποκρυφολογία, η η ενασχόληση με τις λεγόμενες απόκρυφες δυνάμεις, με ορισμένα φαινόμενα που δεν μπορεί ακόμη να εξηγήσει η επιστήμη, όπως η τηλεπάθεια, η υποβολή, η μαγεία κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέντιουμ — το άκλ. (λ. λατ.), άτομο που χρησιμεύει ως μεσολαβητής πνευματιστικών ή μεταφυσικών φαινομένων (τηλεπάθεια, μεταβίβαση σκέψης κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραψυχολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παραψυχολογία: Ο υπνωτισμός και η τηλεπάθεια είναι παραψυχολογικά φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεπαθητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεπάθεια: Συνεννοούνται με τηλεπαθητικό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)